ἀδαμαντοπέδιλος

ἀδαμαντοπέδιλος
ἀδαμαντοπέδῑλος, -ον
1 with bases of adamant ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοπέδιλος — ἀδαμαντοπέδιλος, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε αδαμάντινη, σε ατσαλένια (δηλαδή σταθερή) βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • ἀδαμαντοπέδιλοι — ἀδαμαντοπέδιλος on a base of adamant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”